- κρικαρυταινοειδής
- -ές φρ. ανατ. «κρικαρυταινοειδής μυς» — καθένας από τους τέσσερεις μυς, δύο πλάγιους και δύο οπίσθιους, που συμβάλλουν στην κατασκευή τού λάρυγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crico-arytenoϊdien < crico- (< κρίκος) + arytenoϊdien (< γαλλ. arytenoϊd < ἀρυταινοειδής < ἀρύταινα)].
Dictionary of Greek. 2013.